- εὐθυπλοῶ
- εὐθυπλοέωsail straightpres subj act 1st sg (attic epic doric)εὐθυπλοέωsail straightpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευθυπλοώ — (Α εὐθυπλοῶ, έω) [ευθύπλους] πλέω σε ευθεία γραμμή, ακολουθώ ευθεία πλεύση αρχ. προχωρώ κατευθείαν προς την ενέργεια, προς τον σκοπό … Dictionary of Greek